- λογιέμαι
- см. λογίζομαι 2;
δε λογιέσαι (γιά) άνθρωπος — тебя за человека не считают
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δε λογιέσαι (γιά) άνθρωπος — тебя за человека не считают
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λογιέμαι — (ως μεσοπαθ. τ. τού λογιάζω ή λογίζομαι) θεωρώ τον εαυτό μου ή θεωρούμαι από άλλους («δεν λογιέται καλός άνθρωπος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λογούμαι, κατά τα ρ. σε ιέμαι] … Dictionary of Greek
λογιέμαι — λογήθηκα, θεωρούμαι, λογιάζομαι, λογαριάζομαι, λογιάζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φτερολογιέμαι — Ν (για πτηνό) 1. αρχίζω να βγάζω φτερά 2. δοκιμάζω τις φτερούγες μου για να πετάξω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτερό + λογιέμαι (βλ. και λογώ), πρβλ. τραβο λογιέμαι] … Dictionary of Greek
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek
λογιάζω — μέσ. λογιάζομαι και λογιέμαι (Μ λογιάζω) 1. σκέπτομαι, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, λογαριάζω, έχω στον νου κάτι («οπού χει γνώση κι ομυαλόν ετούτα ας τά λογιάζει», Ερωτόκρ.) 2. σχεδιάζω, σκοπεύω («βασιλέας τής Βλαχίας λογιάζει να δώσει ένα τάκο τη… … Dictionary of Greek
λογίζομαι — λογίστηκα, λογισμένος 1. θεωρούμαι, λογιέμαι, λογαριάζομαι: Λογίζεται σοφός. 2. σκέφτομαι, λογαριάζω: Λογίζομαι το μέλλον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)